ἐκθειασμός

ἐκθειασμός
ἐκθει-ασμός, ,
A inspiration, Sch.Ar.V.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκθειασμός — ο (Α ἐκθειασμός) θαυμασμός, ζωηρός έπαινος αρχ. θεία μανία, θεοληψία …   Dictionary of Greek

  • εκθειασμός — ο αποθέωση, εξύμνηση ως τον ουρανό, εγκωμιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξύμνηση — η υπερβολικοί έπαινοι, εγκώμια, εκθειασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”